- φλετρό
- το, Νφρέαρ, πηγάδι.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. φρέαρ «πηγάδι» και έχει σχηματιστεί μέσω ενός αμάρτυρου τ. ονομ. εν. *φρεατρόν (< φρέατρα, μτγν. τ. τού πληθ. τού φρέαρ, αντί τού φρέατα με ανομοιωτική τροπή τού -ρ- σε -λ-].
Dictionary of Greek. 2013.